πολυουρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυουρία | οι | πολυουρίες |
| γενική | της | πολυουρίας | των | πολυουριών |
| αιτιατική | την | πολυουρία | τις | πολυουρίες |
| κλητική | πολυουρία | πολυουρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυουρία < πολυ- + ουρία
- πολυουρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyurea < αρχαία ελληνική πολύς + γαλλική urée < αρχαία ελληνική οὖρον
Ουσιαστικό
πολυουρία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.