πολυουρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυουρία οι πολυουρίες
      γενική της πολυουρίας των πολυουριών
    αιτιατική την πολυουρία τις πολυουρίες
     κλητική πολυουρία πολυουρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. πολυουρία < πολυ- + ουρία
  2. πολυουρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyurea < αρχαία ελληνική πολύς + γαλλική urée < αρχαία ελληνική οὖρον

Ουσιαστικό

πολυουρία θηλυκό

  1. (ιατρική) η κατάσταση κάποιου που ουρεί συχνά αλλά με φυσιολογική ποσότητα ούρων κάθε φορά
  2. (χημεία) πολυμερές υλικό που χρησιμοποιείται σε μονώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.