πολυμηχάνημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πολυμηχάνημα | τα | πολυμηχανήματα |
| γενική | του | πολυμηχανήματος | των | πολυμηχανημάτων |
| αιτιατική | το | πολυμηχάνημα | τα | πολυμηχανήματα |
| κλητική | πολυμηχάνημα | πολυμηχανήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πολυμηχάνημα ουδέτερο
- μηχάνημα που είναι κατάλληλο για διάφορες εργασίες
- (ειδικότερα) μηχάνημα που είναι εκτυπωτής, σαρωτής, φωτοαντιγραφικό και φαξ
Μεταφράσεις
πολυμηχάνημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.