πολυμηχάνημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυμηχάνημα τα πολυμηχανήματα
      γενική του πολυμηχανήματος των πολυμηχανημάτων
    αιτιατική το πολυμηχάνημα τα πολυμηχανήματα
     κλητική πολυμηχάνημα πολυμηχανήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυμηχάνημα < πολυ- + μηχάνημα

Ουσιαστικό

πολυμηχάνημα ουδέτερο

  1. μηχάνημα που είναι κατάλληλο για διάφορες εργασίες
  2. (ειδικότερα) μηχάνημα που είναι εκτυπωτής, σαρωτής, φωτοαντιγραφικό και φαξ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.