φαξ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φαξ < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική fax < facsimile < λατινική fac (προστακτική ενεστώτα του ρήματος facio) + simile (ουδέτερο του similis)

Ουσιαστικό

φαξ ουδέτερο άκλιτο

  1. (τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες) τηλεομοιοτυπία
  2. (τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες) τηλεομοιότυπο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.