πολυδιεργασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυδιεργασία | οι | πολυδιεργασίες |
| γενική | της | πολυδιεργασίας | των | πολυδιεργασιών |
| αιτιατική | την | πολυδιεργασία | τις | πολυδιεργασίες |
| κλητική | πολυδιεργασία | πολυδιεργασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυδιεργασία < πολυ- + διεργασία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multitasking
Ουσιαστικό
πολυδιεργασία θηλυκό
- (πληροφορική) multitasking: η ταυτόχρονη εκτέλεση πολλών προγραμμάτων (διεργασιών) από ένα λειτουργικό σύστημα (operating system), χρησιμοποιώντας την τεχνική του χρονομερισμού (time-sharing)
- ※ Στο iPad σας με iOS 11 ή νεότερη έκδοση, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε την πολυδιεργασία για να εργάζεστε με δύο εφαρμογές ταυτόχρονα, να απαντάτε σε email ενώ παρακολουθείτε ένα βίντεο, να μεταβαίνετε από τη μία εφαρμογή στην άλλη με χειρονομίες και πολλά άλλα.[1]
- ↪ Δεν πρέπει να συγχύζεται με την πολυεπεξεργασία
Υπερώνυμα
Μεταφράσεις
πολυδιεργασία
|
Αναφορές
- Χρήση της Πολυδιεργασίας στο iPad. Προσπέλαση 2020-05-03
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.