λειψανδρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λειψανδρία οι λειψανδρίες
      γενική της λειψανδρίας των λειψανδριών
    αιτιατική τη λειψανδρία τις λειψανδρίες
     κλητική λειψανδρία λειψανδρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λειψανδρία < (ελληνιστική κοινή) λειψανδρία < λείπω + ἀνήρ (γενική: ἀνδρός) + -ία

Ουσιαστικό

λειψανδρία θηλυκό

  • η έλλειψη ανδρών σε έναν πληθυσμό, όπως συμβαίνει π.χ. στα μετόπισθεν σε περίοδο πολέμου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.