πολυακόρεστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυακόρεστος | η | πολυακόρεστη | το | πολυακόρεστο |
| γενική | του | πολυακόρεστου | της | πολυακόρεστης | του | πολυακόρεστου |
| αιτιατική | τον | πολυακόρεστο | την | πολυακόρεστη | το | πολυακόρεστο |
| κλητική | πολυακόρεστε | πολυακόρεστη | πολυακόρεστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυακόρεστοι | οι | πολυακόρεστες | τα | πολυακόρεστα |
| γενική | των | πολυακόρεστων | των | πολυακόρεστων | των | πολυακόρεστων |
| αιτιατική | τους | πολυακόρεστους | τις | πολυακόρεστες | τα | πολυακόρεστα |
| κλητική | πολυακόρεστοι | πολυακόρεστες | πολυακόρεστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
/?/
Επίθετο
πολυακόρεστος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- (βιοχημεία) που έχει περισσότερους από έναν διπλό ή τριπλό δεσμό άνθρακα στο μόριό της (για χημική ένωση) [lexigram.gr]
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.