πολυακόρεστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυακόρεστος η πολυακόρεστη το πολυακόρεστο
      γενική του πολυακόρεστου της πολυακόρεστης του πολυακόρεστου
    αιτιατική τον πολυακόρεστο την πολυακόρεστη το πολυακόρεστο
     κλητική πολυακόρεστε πολυακόρεστη πολυακόρεστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυακόρεστοι οι πολυακόρεστες τα πολυακόρεστα
      γενική των πολυακόρεστων των πολυακόρεστων των πολυακόρεστων
    αιτιατική τους πολυακόρεστους τις πολυακόρεστες τα πολυακόρεστα
     κλητική πολυακόρεστοι πολυακόρεστες πολυακόρεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

/?/

Ετυμολογία el

πολυακόρεστος < αγγλικά: polyunsaturated < πολυ- + ακόρεστος

Επίθετο

πολυακόρεστος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  • (βιοχημεία) που έχει περισσότερους από έναν διπλό ή τριπλό δεσμό άνθρακα στο μόριό της (για χημική ένωση) [lexigram.gr]

  • Polyunsaturated Fats - American Heart Association

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.