πολτοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πολτοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολτοποιώ
  2. θα πολτοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολτοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πολτοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πολτοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.