πολιτικοοικονομικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολιτικοοικονομικός η πολιτικοοικονομική το πολιτικοοικονομικό
      γενική του πολιτικοοικονομικού της πολιτικοοικονομικής του πολιτικοοικονομικού
    αιτιατική τον πολιτικοοικονομικό την πολιτικοοικονομική το πολιτικοοικονομικό
     κλητική πολιτικοοικονομικέ πολιτικοοικονομική πολιτικοοικονομικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολιτικοοικονομικοί οι πολιτικοοικονομικές τα πολιτικοοικονομικά
      γενική των πολιτικοοικονομικών των πολιτικοοικονομικών των πολιτικοοικονομικών
    αιτιατική τους πολιτικοοικονομικούς τις πολιτικοοικονομικές τα πολιτικοοικονομικά
     κλητική πολιτικοοικονομικοί πολιτικοοικονομικές πολιτικοοικονομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολιτικοοικονομικός < πολιτικ(ός) + -ο- + οικονομικός

Επίθετο

πολιτικοοικονομικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.