πολιτικοκοινωνικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολιτικοκοινωνικός η πολιτικοκοινωνική το πολιτικοκοινωνικό
      γενική του πολιτικοκοινωνικού της πολιτικοκοινωνικής του πολιτικοκοινωνικού
    αιτιατική τον πολιτικοκοινωνικό την πολιτικοκοινωνική το πολιτικοκοινωνικό
     κλητική πολιτικοκοινωνικέ πολιτικοκοινωνική πολιτικοκοινωνικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολιτικοκοινωνικοί οι πολιτικοκοινωνικές τα πολιτικοκοινωνικά
      γενική των πολιτικοκοινωνικών των πολιτικοκοινωνικών των πολιτικοκοινωνικών
    αιτιατική τους πολιτικοκοινωνικούς τις πολιτικοκοινωνικές τα πολιτικοκοινωνικά
     κλητική πολιτικοκοινωνικοί πολιτικοκοινωνικές πολιτικοκοινωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολιτικοκοινωνικός < πολιτικός + κοινωνικός

Επίθετο

πολιτικοκοινωνικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.