πολιτεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
πολιτεύω < πολίτης
Ρήμα
πολιτεύω
- ζω ως πολίτης ή ελεύθερος πολίτης, ζω σε ελεύθερο κράτος
- έχω συγκεκριμένο τρόπο διοίκησης, ασκώ τη διοίκηση της κυβέρνησης
- λαμβάνω μέρος στην διακυβέρνηση
- ανακατεύομαι με τα πολιτικά
- (με αιτιατική) διοικώ ή κυβερνώ
- διαχειρίζομαι την κυβέρνηση
- έχω συγκεκριμένο τύπο διακυβέρνησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.