πολεοδομικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολεοδομικός η πολεοδομική το πολεοδομικό
      γενική του πολεοδομικού της πολεοδομικής του πολεοδομικού
    αιτιατική τον πολεοδομικό την πολεοδομική το πολεοδομικό
     κλητική πολεοδομικέ πολεοδομική πολεοδομικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολεοδομικοί οι πολεοδομικές τα πολεοδομικά
      γενική των πολεοδομικών των πολεοδομικών των πολεοδομικών
    αιτιατική τους πολεοδομικούς τις πολεοδομικές τα πολεοδομικά
     κλητική πολεοδομικοί πολεοδομικές πολεοδομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολεοδομικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πολεοδομικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.