ποικιλτική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποικιλτική οι ποικιλτικές
      γενική της ποικιλτικής των ποικιλτικών
    αιτιατική την ποικιλτική τις ποικιλτικές
     κλητική ποικιλτική ποικιλτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποικιλτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ποικιλτικός ελληνιστική κοινή ποικιλτικός < αρχαία ελληνική ποικίλος

Ουσιαστικό

ποικιλτική θηλυκό

  1. (λόγιο) η διακοσμητική τέχνη, η τέχνη της διακόσμησης

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ποικιλτική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.