ποθοπλάνταγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ποθοπλάνταγμα | τα | ποθοπλαντάγματα |
| γενική | του | ποθοπλαντάγματος | των | ποθοπλανταγμάτων |
| αιτιατική | το | ποθοπλάνταγμα | τα | ποθοπλαντάγματα |
| κλητική | ποθοπλάνταγμα | ποθοπλαντάγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.θoˈpla/ & /daɣma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐θο‐πλά‐νταγ‐μα
Ουσιαστικό
ποθοπλάνταγμα ουδέτερο
- ο έντονος ερωτικός πόθος
- άλλες μορφές: ποθοπλάντασμα, ποθοπλανταγμός
Συγγενικά
- ποθοπλανταγμένος
- ποθοπλαντάζω
- ποθοπλάνταχτος
Μεταφράσεις
ποθοπλάνταγμα
|
|
Αναφορές
- s.v. πλάνταγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- ποθοπλαντ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.