πλάνταγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλάνταγμα τα πλαντάγματα
      γενική του πλαντάγματος των πλανταγμάτων
    αιτιατική το πλάνταγμα τα πλαντάγματα
     κλητική πλάνταγμα πλαντάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλάνταγμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πλάνταγμα ουδέτερο

  1. αβάσταχτη στεναχώρια
  2. πρόκληση ή ξέσπασμα ασυγκράτητου πάθους

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.