πλάνταγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πλάνταγμα | τα | πλαντάγματα |
| γενική | του | πλαντάγματος | των | πλανταγμάτων |
| αιτιατική | το | πλάνταγμα | τα | πλαντάγματα |
| κλητική | πλάνταγμα | πλαντάγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλάνταγμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πλάνταγμα ουδέτερο
- αβάσταχτη στεναχώρια
- πρόκληση ή ξέσπασμα ασυγκράτητου πάθους
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πλάνταγμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.