πλαντάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλαντάζω < → λείπει η ετυμολογία
μσν. πλαντά(σσω) μεταπλ. -ζω με βάση το συνοπτ. θ. πλαντακ- < αρχ. πλατάσσω `χτυπώ δύο επίπεδα αντικείμενα΄, ηχηροπ. του μεσοφ. [t] ίσως από επίδρ. του
Ρήμα
πλαντάζω, παθ. μτχ.: πλανταγμένος
- (αμετάβατο) συγχύζομαι, δυσφορώ, αγανακτώ, θλίβομαι ή νιώθω άλλο αρνητικό συναίσθημα σε πολύ μεγάλο βαθμό
- πλάνταξε στο κλάμα η έρμη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πλαντάζω | πλάνταζα | θα πλαντάζω | να πλαντάζω | πλαντάζοντας | |
| β' ενικ. | πλαντάζεις | πλάνταζες | θα πλαντάζεις | να πλαντάζεις | πλάνταζε | |
| γ' ενικ. | πλαντάζει | πλάνταζε | θα πλαντάζει | να πλαντάζει | ||
| α' πληθ. | πλαντάζουμε | πλαντάζαμε | θα πλαντάζουμε | να πλαντάζουμε | ||
| β' πληθ. | πλαντάζετε | πλαντάζατε | θα πλαντάζετε | να πλαντάζετε | πλαντάζετε | |
| γ' πληθ. | πλαντάζουν(ε) | πλάνταζαν πλαντάζαν(ε) |
θα πλαντάζουν(ε) | να πλαντάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πλάνταξα | θα πλαντάξω | να πλαντάξω | πλαντάξει | ||
| β' ενικ. | πλάνταξες | θα πλαντάξεις | να πλαντάξεις | πλάνταξε | ||
| γ' ενικ. | πλάνταξε | θα πλαντάξει | να πλαντάξει | |||
| α' πληθ. | πλαντάξαμε | θα πλαντάξουμε | να πλαντάξουμε | |||
| β' πληθ. | πλαντάξατε | θα πλαντάξετε | να πλαντάξετε | πλαντάξτε | ||
| γ' πληθ. | πλάνταξαν πλαντάξαν(ε) |
θα πλαντάξουν(ε) | να πλαντάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πλαντάξει | είχα πλαντάξει | θα έχω πλαντάξει | να έχω πλαντάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις πλαντάξει | είχες πλαντάξει | θα έχεις πλαντάξει | να έχεις πλαντάξει | ||
| γ' ενικ. | έχει πλαντάξει | είχε πλαντάξει | θα έχει πλαντάξει | να έχει πλαντάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πλαντάξει | είχαμε πλαντάξει | θα έχουμε πλαντάξει | να έχουμε πλαντάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε πλαντάξει | είχατε πλαντάξει | θα έχετε πλαντάξει | να έχετε πλαντάξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πλαντάξει | είχαν πλαντάξει | θα έχουν πλαντάξει | να έχουν πλαντάξει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.