ποδόστημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποδόστημα τα ποδοστήματα
      γενική του ποδοστήματος των ποδοστημάτων
    αιτιατική το ποδόστημα τα ποδοστήματα
     κλητική ποδόστημα ποδοστήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποδόστημα < ελληνιστική κοινή ποδόστημα[1] < αρχαία ελληνική πούς + ἵστημι

Ουσιαστικό

ποδόστημα ουδέτερο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

  1. ποδόστημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.