ποδόσταμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποδόσταμο τα ποδόσταμα
      γενική του ποδόσταμου των ποδόσταμων
    αιτιατική το ποδόσταμο τα ποδόσταμα
     κλητική ποδόσταμο ποδόσταμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποδόσταμο < ελληνιστική κοινή ποδόστημα[1] < αρχαία ελληνική πούς + ἵστημι

Ουσιαστικό

ποδόσταμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • ποδόσταμο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
  1. ποδόστημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.