ποδοκρουσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποδοκρουσία | οι | ποδοκρουσίες |
| γενική | της | ποδοκρουσίας | των | ποδοκρουσιών |
| αιτιατική | την | ποδοκρουσία | τις | ποδοκρουσίες |
| κλητική | ποδοκρουσία | ποδοκρουσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ποδοκρουσία
|
→ δείτε τη λέξη ποδοκρότημα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.