ποδιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποδιά | οι | ποδιές |
| γενική | της | ποδιάς | των | ποδιών |
| αιτιατική | την | ποδιά | τις | ποδιές |
| κλητική | ποδιά | ποδιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ποδιά μαγείρισσας
Ετυμολογία
- ποδιά < μεσαιωνική ελληνική ποδιά< πόδι
Ουσιαστικό
ποδιά θηλυκό
- ρούχο που καλύπτει συνήθως μόνο το μπροστινό μέρος του σώματος και δένεται πίσω από τη μέση ή/και στον αυχένα· φοριέται κατά τη διάρκεια εργασιών, για να μη λερωθούν τα υπόλοιπα ρούχα
- η ποδιά της νοικοκυράς
- η σχολική ποδιά: απλό ρούχο γαλάζιου χρώματος που κούμπωνε μπροστά και το φορούσαν παλιότερα οι μαθητές και οι μαθήτριες
- οποιοδήποτε εξάρτημα καλύπτει και προστατεύει
- (αυτοκίνητο) προστατευτικό κάλυμμα στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου που καταλήγει στον προφυλακτήρα και προστατεύει τον κινητήρα
Συγγενικά
- πόδι
- ποδάρι
- ποδαράτος
- ποδαριάζω
- ποδαριασμένος
- ποδοπατώ
- ποδοπατημένος
- ποδόσφαιρο
- ποδοσφαιρικός
- ποδοσφαιριστής
- ποδοσφαιρίστρια
- ποδοσφαιρόφιλος
- ποδάγρα
- ποδαρικός
- ποδαρικό
- ποδαρίλα
Σύνθετα
-
ποδιά στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.