ποδιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποδιά οι ποδιές
      γενική της ποδιάς των ποδιών
    αιτιατική την ποδιά τις ποδιές
     κλητική ποδιά ποδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ποδιά μαγείρισσας

Ετυμολογία

ποδιά < μεσαιωνική ελληνική ποδιά< πόδι

Ουσιαστικό

ποδιά θηλυκό

  1. ρούχο που καλύπτει συνήθως μόνο το μπροστινό μέρος του σώματος και δένεται πίσω από τη μέση ή/και στον αυχένα· φοριέται κατά τη διάρκεια εργασιών, για να μη λερωθούν τα υπόλοιπα ρούχα
    η ποδιά της νοικοκυράς
  2. η σχολική ποδιά: απλό ρούχο γαλάζιου χρώματος που κούμπωνε μπροστά και το φορούσαν παλιότερα οι μαθητές και οι μαθήτριες
  3. οποιοδήποτε εξάρτημα καλύπτει και προστατεύει
  4. (αυτοκίνητο) προστατευτικό κάλυμμα στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου που καταλήγει στον προφυλακτήρα και προστατεύει τον κινητήρα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.