ποδαράτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποδαράτος η ποδαράτη το ποδαράτο
      γενική του ποδαράτου της ποδαράτης του ποδαράτου
    αιτιατική τον ποδαράτο την ποδαράτη το ποδαράτο
     κλητική ποδαράτε ποδαράτη ποδαράτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποδαράτοι οι ποδαράτες τα ποδαράτα
      γενική των ποδαράτων των ποδαράτων των ποδαράτων
    αιτιατική τους ποδαράτους τις ποδαράτες τα ποδαράτα
     κλητική ποδαράτοι ποδαράτες ποδαράτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ποδαράτος < ποδάρ(ι) + -άτος

Επίθετο

ποδαράτος

  1. που έχει πόδι
  2. που γίνεται με τα πόδια
  3. που γίνεται στο πόδι

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.