πλοηγικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλοηγικός η πλοηγική το πλοηγικό
      γενική του πλοηγικού της πλοηγικής του πλοηγικού
    αιτιατική τον πλοηγικό την πλοηγική το πλοηγικό
     κλητική πλοηγικέ πλοηγική πλοηγικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλοηγικοί οι πλοηγικές τα πλοηγικά
      γενική των πλοηγικών των πλοηγικών των πλοηγικών
    αιτιατική τους πλοηγικούς τις πλοηγικές τα πλοηγικά
     κλητική πλοηγικοί πλοηγικές πλοηγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλοηγικός < πλοηγία + -ικός

Επίθετο

πλοηγικός

  • (ναυτικός όρος): ο σχετικός με την πλοηγία, ή με πλοηγό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.