πλινθοκεραμοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | πλινθοκεραμοποιός | οι | πλινθοκεραμοποιοί |
| γενική | του/της | πλινθοκεραμοποιού | των | πλινθοκεραμοποιών |
| αιτιατική | τον/την | πλινθοκεραμοποιό | τους/τις | πλινθοκεραμοποιούς |
| κλητική | πλινθοκεραμοποιέ | πλινθοκεραμοποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πλινθοκεραμοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που εργάζεται σε πλινθοκεραμοποιείο, που ασχολείται με την πλινθοκεραμοποιία
Μεταφράσεις
πλινθοκεραμοποιός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.