πλινθοκεραμοποιείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλινθοκεραμοποιείο τα πλινθοκεραμοποιεία
      γενική του πλινθοκεραμοποιείου των πλινθοκεραμοποιείων
    αιτιατική το πλινθοκεραμοποιείο τα πλινθοκεραμοποιεία
     κλητική πλινθοκεραμοποιείο πλινθοκεραμοποιεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλινθοκεραμοποιείο < πλίνθ(ος) + -ο- + κεραμοποιείο

Ουσιαστικό

πλινθοκεραμοποιείο ουδέτερο

  • πλινθοκεραμείο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.