πλινθοκεραμοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλινθοκεραμοποιία οι πλινθοκεραμοποιίες
      γενική της πλινθοκεραμοποιίας των πλινθοκεραμοποιιών
    αιτιατική την πλινθοκεραμοποιία τις πλινθοκεραμοποιίες
     κλητική πλινθοκεραμοποιία πλινθοκεραμοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλινθοκεραμοποιία < πλινθοκεραμοποιός + -ία

Ουσιαστικό

πλινθοκεραμοποιία θηλυκό

  1. η κατασκευή πλίνθων και κεράμων (τούβλων και κεραμιδιών)
  2. η βιοτεχνία / βιομηχανία κατασκευής πλίνθων και κεράμων (τούβλων και κεραμιδιών)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.