πληγωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πληγωτικός | η | πληγωτική | το | πληγωτικό |
| γενική | του | πληγωτικού | της | πληγωτικής | του | πληγωτικού |
| αιτιατική | τον | πληγωτικό | την | πληγωτική | το | πληγωτικό |
| κλητική | πληγωτικέ | πληγωτική | πληγωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πληγωτικοί | οι | πληγωτικές | τα | πληγωτικά |
| γενική | των | πληγωτικών | των | πληγωτικών | των | πληγωτικών |
| αιτιατική | τους | πληγωτικούς | τις | πληγωτικές | τα | πληγωτικά |
| κλητική | πληγωτικοί | πληγωτικές | πληγωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.