πλειονοψηφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλειονοψηφώ < πλειονοψηφία + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πλειονοψηφώ | πλειονοψηφούσα | θα πλειονοψηφώ | να πλειονοψηφώ | πλειονοψηφώντας | |
| β' ενικ. | πλειονοψηφείς | πλειονοψηφούσες | θα πλειονοψηφείς | να πλειονοψηφείς | (πλειονοψήφει) | |
| γ' ενικ. | πλειονοψηφεί | πλειονοψηφούσε | θα πλειονοψηφεί | να πλειονοψηφεί | ||
| α' πληθ. | πλειονοψηφούμε | πλειονοψηφούσαμε | θα πλειονοψηφούμε | να πλειονοψηφούμε | ||
| β' πληθ. | πλειονοψηφείτε | πλειονοψηφούσατε | θα πλειονοψηφείτε | να πλειονοψηφείτε | πλειονοψηφείτε | |
| γ' πληθ. | πλειονοψηφούν(ε) | πλειονοψηφούσαν(ε) | θα πλειονοψηφούν(ε) | να πλειονοψηφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πλειονοψήφησα | θα πλειονοψηφήσω | να πλειονοψηφήσω | πλειονοψηφήσει | ||
| β' ενικ. | πλειονοψήφησες | θα πλειονοψηφήσεις | να πλειονοψηφήσεις | πλειονοψήφησε | ||
| γ' ενικ. | πλειονοψήφησε | θα πλειονοψηφήσει | να πλειονοψηφήσει | |||
| α' πληθ. | πλειονοψηφήσαμε | θα πλειονοψηφήσουμε | να πλειονοψηφήσουμε | |||
| β' πληθ. | πλειονοψηφήσατε | θα πλειονοψηφήσετε | να πλειονοψηφήσετε | πλειονοψηφήστε | ||
| γ' πληθ. | πλειονοψήφησαν πλειονοψηφήσαν(ε) |
θα πλειονοψηφήσουν(ε) | να πλειονοψηφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πλειονοψηφήσει | είχα πλειονοψηφήσει | θα έχω πλειονοψηφήσει | να έχω πλειονοψηφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πλειονοψηφήσει | είχες πλειονοψηφήσει | θα έχεις πλειονοψηφήσει | να έχεις πλειονοψηφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πλειονοψηφήσει | είχε πλειονοψηφήσει | θα έχει πλειονοψηφήσει | να έχει πλειονοψηφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πλειονοψηφήσει | είχαμε πλειονοψηφήσει | θα έχουμε πλειονοψηφήσει | να έχουμε πλειονοψηφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πλειονοψηφήσει | είχατε πλειονοψηφήσει | θα έχετε πλειονοψηφήσει | να έχετε πλειονοψηφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πλειονοψηφήσει | είχαν πλειονοψηφήσει | θα έχουν πλειονοψηφήσει | να έχουν πλειονοψηφήσει |
| |
Μεταφράσεις
πλειονοψηφώ
|
- πλειονοψηφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.