πλείστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλείστος η πλείστη το πλείστο
      γενική του πλείστου της πλείστης του πλείστου
    αιτιατική τον πλείστο την πλείστη το πλείστο
     κλητική πλείστε πλείστη πλείστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλείστοι οι πλείστες τα πλείστα
      γενική των πλείστων των πλείστων των πλείστων
    αιτιατική τους πλείστους τις πλείστες τα πλείστα
     κλητική πλείστοι πλείστες πλείστα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλείστος < αρχαία ελληνική πλεῖστος

Επίθετο

πλείστος, -η, -ο

  1. περισσότερος
  2. πάρα πολύς

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.