πλατύπους
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πλατύπους | οι | πλατύποδες |
| γενική | του | πλατύποδος | των | πλατυπόδων |
| αιτιατική | τον | πλατύποδα | τους | πλατύποδες |
| κλητική | πλατύπους | πλατύποδες | ||
| Κατηγορία όπως «βραδύπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλατύπους < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Platypus < ελληνιστική κοινή πλατύπους (επίθετο) < αρχαία ελληνική πλατύς, πλατύ-+ πούς
Προφορά
- ΔΦΑ : /plaˈti.pus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐τύ‐πους
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- πλατύπους (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (πλατύς) πλατύ- + -πους (πούς)
Πηγές
- πλατύπους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλατύπους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.