πλατυσμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλατυσμός οι πλατυσμοί
      γενική του πλατυσμού των πλατυσμών
    αιτιατική τον πλατυσμό τους πλατυσμούς
     κλητική πλατυσμέ πλατυσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλατυσμός < ελληνιστική κοινή πλατυσμός < αρχαία ελληνική πλατύνω < πλατύς

Ουσιαστικό

πλατυσμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.