πλαγιοδιποδισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πλαγιοδιποδισμός | οι | πλαγιοδιποδισμοί |
| γενική | του | πλαγιοδιποδισμού | των | πλαγιοδιποδισμών |
| αιτιατική | τον | πλαγιοδιποδισμό | τους | πλαγιοδιποδισμούς |
| κλητική | πλαγιοδιποδισμέ | πλαγιοδιποδισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλαγιοδιποδισμός < πλαγιοδιποδίζω + -μός
Συνώνυμα
- πλαγιοτροχασμός
- ραβάνι / ρεβάνι / αραβάνι / ραχβάνι
Μεταφράσεις
πλαγιοδιποδισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.