πλαγιοδιποδίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλαγιοδιποδίζω < πλαγιο- + διποδίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /pla.ʝi.o.ði.poˈði.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλαγιοδιποδίζω

Ρήμα

πλαγιοδιποδίζω, αόρ.: πλαγιοδιπόδισα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.