πλαγιοτροχασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πλαγιοτροχασμός | οι | πλαγιοτροχασμοί |
| γενική | του | πλαγιοτροχασμού | των | πλαγιοτροχασμών |
| αιτιατική | τον | πλαγιοτροχασμό | τους | πλαγιοτροχασμούς |
| κλητική | πλαγιοτροχασμέ | πλαγιοτροχασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πλαγιοτροχασμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.