πιστόλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιστόλα οι πιστόλες
      γενική της πιστόλας των (πιστολών)
    αιτιατική την πιστόλα τις πιστόλες
     κλητική πιστόλα πιστόλες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιστόλα < ιταλική pistola < γαλλική pistole < τσεχική píšťala < πρωτοσλαβική *piščalь < *piskati

Ουσιαστικό

πιστόλα θηλυκό

  1. (οπλισμός) κοντόκαννο πυροβόλο όπλο μικρού μεγέθους που συνήθως διαθέτει μόνο μία κάννη και κρατιέται με το ένα χέρι, πρόγονος του μικρότερου και πιο εξελιγμένου πιστολιού
  2. (νόμισμα, ιστορία) παλιό χρυσό νόμισμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.