πιλοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιλοποιός οι πιλοποιοί
      γενική του πιλοποιού των πιλοποιών
    αιτιατική τον πιλοποιό τους πιλοποιούς
     κλητική πιλοποιέ πιλοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιλοποιός < ελληνιστική κοινή πιλοποιός < αρχαία ελληνική πῖλος + ποιέω, αναλύεται πίλ(ος) + -ο- + -ποιός

Ουσιαστικό

πιλοποιός αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.