πιλοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιλοποιία οι πιλοποιίες
      γενική της πιλοποιίας των πιλοποιιών
    αιτιατική την πιλοποιία τις πιλοποιίες
     κλητική πιλοποιία πιλοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιλοποιία < ελληνιστική κοινή πιλοποιία < πῖλος + -ποιία / πιλοποιός < αρχαία ελληνική πῖλος + ποιέω

Ουσιαστικό

πιλοποιία θηλυκό

  1. η κατασκευή καπέλων
  2. άλλη μορφή του πιλοποιείο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.