πικραγγουριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πικραγγουριά οι πικραγγουριές
      γενική της πικραγγουριάς των πικραγγουριών
    αιτιατική την πικραγγουριά τις πικραγγουριές
     κλητική πικραγγουριά πικραγγουριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πικραγγουριά < πικρός + αγγουριά

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.kraŋ.ɟuˈrʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πικραγγουριά

Ουσιαστικό

πικραγγουριά θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.