πιθηκισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιθηκισμός οι πιθηκισμοί
      γενική του πιθηκισμού των πιθηκισμών
    αιτιατική τον πιθηκισμό τους πιθηκισμούς
     κλητική πιθηκισμέ πιθηκισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιθηκισμός < αρχαία ελληνική πιθηκισμός < πιθηκίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική singerie[1] [2])

Ουσιαστικό

πιθηκισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

  1. πιθηκισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πιθηκισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.