πιθανότατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πιθανότατος | η | πιθανότατη | το | πιθανότατο |
| γενική | του | πιθανότατου | της | πιθανότατης | του | πιθανότατου |
| αιτιατική | τον | πιθανότατο | την | πιθανότατη | το | πιθανότατο |
| κλητική | πιθανότατε | πιθανότατη | πιθανότατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πιθανότατοι | οι | πιθανότατες | τα | πιθανότατα |
| γενική | των | πιθανότατων | των | πιθανότατων | των | πιθανότατων |
| αιτιατική | τους | πιθανότατους | τις | πιθανότατες | τα | πιθανότατα |
| κλητική | πιθανότατοι | πιθανότατες | πιθανότατα | |||
| ο πληθ. του ουδετέρου χρησιμοποιείται σπάνια | ||||||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πιθανός και πιθανότητα
Μεταφράσεις
πιθανότατος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.