πιθανολόγημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιθανολόγημα | τα | πιθανολογήματα |
| γενική | του | πιθανολογήματος | των | πιθανολογημάτων |
| αιτιατική | το | πιθανολόγημα | τα | πιθανολογήματα |
| κλητική | πιθανολόγημα | πιθανολογήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιθανολόγημα < ελληνιστική < πιθανολογ(ῶ) + -ημα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πιθανολόγημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.