πιθανολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιθανολογία οι πιθανολογίες
      γενική της πιθανολογίας των πιθανολογιών
    αιτιατική την πιθανολογία τις πιθανολογίες
     κλητική πιθανολογία πιθανολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιθανολογία < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό

πιθανολογία θηλυκό

  1. σπέκουλα
  2. πιθανοτική εκδοχή συμβάντων
  3. δυσαπόδεικτη θεωρία
  4. δόλια σκευωρία, συχνά παρουσιασμένη ως δεδομένη αλήθεια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.