πιθανολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πιθανολογία | οι | πιθανολογίες |
| γενική | της | πιθανολογίας | των | πιθανολογιών |
| αιτιατική | την | πιθανολογία | τις | πιθανολογίες |
| κλητική | πιθανολογία | πιθανολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιθανολογία < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
πιθανολογία θηλυκό
- σπέκουλα
- πιθανοτική εκδοχή συμβάντων
- δυσαπόδεικτη θεωρία
- δόλια σκευωρία, συχνά παρουσιασμένη ως δεδομένη αλήθεια
Συγγενικά
- πιθανολόγημα
- πιθανολογώ
- πιθανολόγηση
Μεταφράσεις
πιθανολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.