πιγκουίνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πιγκουίνος | οι | πιγκουίνοι |
| γενική | του | πιγκουίνου | των | πιγκουίνων |
| αιτιατική | τον | πιγκουίνο | τους | πιγκουίνους |
| κλητική | πιγκουίνε | πιγκουίνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία

Πιγκουίνοι πάνω σε παγόβουνο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /piŋ.ɡuˈi.nos/
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.