pinguino
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- pinguino < (άμεσο δάνειο) γαλλική pingouin
Ουσιαστικό
pinguino (it) αρσενικό
- (πτηνό) οπιγκουίνος
- (γλυκό) είδος παγωτού με βάση τη σοκολάτα, από το χρώμα του μοιάζει με το γνωστό ζώο
- τύπος εκπαιδευτικού αεροσκάφους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.