απτηνοδύτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απτηνοδύτης οι απτηνοδύτες
      γενική του απτηνοδύτη των απτηνοδυτών
    αιτιατική τον απτηνοδύτη τους απτηνοδύτες
     κλητική απτηνοδύτη απτηνοδύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απτηνοδύτης < α- + πτηνό + δύτης

Ουσιαστικό

απτηνοδύτης αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.