πηνίον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πηνίον | τὰ | πηνίᾰ |
| γενική | τοῦ | πηνίου | τῶν | πηνίων |
| δοτική | τῷ | πηνίῳ | τοῖς | πηνίοις |
| αιτιατική | τὸ | πηνίον | τὰ | πηνίᾰ |
| κλητική ὦ! | πηνίον | πηνίᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πηνίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πηνίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πηνίον ουδέτερο
- το αδράχτι, κουβαρίστρα
- <πηνίον>· [πανούκλιον. ἢ] ἄτρακτος, εἰς ὃν εἱλεῖται ἡ κρόκη (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Π)
- στολίδι σε γλυκίσματα
- πᾱνίον (δωρικός τύπος )
Αναφορές
- «πηνίο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πηνίον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πηνίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.