ἡλίκος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἡλίκος < ἧλιξ

Αντωνυμία

ἡλίκος, -η, -ον

  1. τόσο μεγάλος όσο ...
  2. τόσο μεγάλος σε ηλικία όσο ...
  3. (σε πλάγιες ερωτήσεις, αντί της ερωτηματικής πηλίκος) πόσο μεγάλος; ποιας ηλικίας;

  • ἁλίκος (δωρικός τύπος)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.