πηδητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πηδητικός | η | πηδητική | το | πηδητικό |
| γενική | του | πηδητικού | της | πηδητικής | του | πηδητικού |
| αιτιατική | τον | πηδητικό | την | πηδητική | το | πηδητικό |
| κλητική | πηδητικέ | πηδητική | πηδητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πηδητικοί | οι | πηδητικές | τα | πηδητικά |
| γενική | των | πηδητικών | των | πηδητικών | των | πηδητικών |
| αιτιατική | τους | πηδητικούς | τις | πηδητικές | τα | πηδητικά |
| κλητική | πηδητικοί | πηδητικές | πηδητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πηδητικός < αρχαία ελληνική πηδητικός < πηδάω
Μεταφράσεις
πηδητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.