περυσινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περυσινός | η | περυσινή | το | περυσινό |
| γενική | του | περυσινού | της | περυσινής | του | περυσινού |
| αιτιατική | τον | περυσινό | την | περυσινή | το | περυσινό |
| κλητική | περυσινέ | περυσινή | περυσινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περυσινοί | οι | περυσινές | τα | περυσινά |
| γενική | των | περυσινών | των | περυσινών | των | περυσινών |
| αιτιατική | τους | περυσινούς | τις | περυσινές | τα | περυσινά |
| κλητική | περυσινοί | περυσινές | περυσινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περυσινός < αρχαία ελληνική περυσινός < πέρυσι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peruti (πέρυσι) < *per + *ut(i), τοπική ενικού του *wet- (έτος)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πέρυσι
Μεταφράσεις
περυσινός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.