περιχειρίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περιχειρίδα | οι | περιχειρίδες |
| γενική | της | περιχειρίδας | των | περιχειρίδων |
| αιτιατική | την | περιχειρίδα | τις | περιχειρίδες |
| κλητική | περιχειρίδα | περιχειρίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιχειρίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα περιχειρίς από την αιτιατική ενικού «τὴν περιχειρίδα». Συγκρίνετε και με τον ελληνιστικό πληθυντικό περιχερίδες. Μορφολογικά αναλύεται σε περι- + αρχαία ελληνική χειρίς (γάντι) < → δείτε τη λέξη χείρ
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.çiˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐χει‐ρί‐δα
Ουσιαστικό
περιχειρίδα θηλυκό
- (παρωχημένο, λόγιο) ό,τι μπορεί να φορεθεί γύρω από το χέρι
- ↪ Φοράμε περιχειρίδα, ειδικό γάντι που προστατεύει την παλάμη σε περίπτωση κατάγματος, πληγής, τενοντίτιδας ή άλλης βλάβης όπως η ηλεκτροπληξία.
- ↪ Ένα είδος περιχειρίδας είναι το περιβραχιόνιου πιεσόμετρου για το μπράτσο.
Συνώνυμα
- → δείτε τις λέξεις μανσέτα και περιβραχιόνιο
Μεταφράσεις
περιχειρίδα
|
|
Πηγές
- περιχειρίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.