περιφρουρήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιφρουρήσιμος | η | περιφρουρήσιμη | το | περιφρουρήσιμο |
| γενική | του | περιφρουρήσιμου | της | περιφρουρήσιμης | του | περιφρουρήσιμου |
| αιτιατική | τον | περιφρουρήσιμο | την | περιφρουρήσιμη | το | περιφρουρήσιμο |
| κλητική | περιφρουρήσιμε | περιφρουρήσιμη | περιφρουρήσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιφρουρήσιμοι | οι | περιφρουρήσιμες | τα | περιφρουρήσιμα |
| γενική | των | περιφρουρήσιμων | των | περιφρουρήσιμων | των | περιφρουρήσιμων |
| αιτιατική | τους | περιφρουρήσιμους | τις | περιφρουρήσιμες | τα | περιφρουρήσιμα |
| κλητική | περιφρουρήσιμοι | περιφρουρήσιμες | περιφρουρήσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περιφρουρήσιμος < περιφρουρώ + -ιμος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
περιφρουρήσιμος
|
|
Πηγές
- περιφρουρήσιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.