incident

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

incident < μέση γαλλική incident < λατινική incidens < μετοχή του incido < in- + -cido < cado

Επίθετο

incident (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (φυσική) προσπίπτων (για το φως που αντανακλάται σε μια επιφάνεια)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
incident incidents

incident (en)

  1. (μετρήσιμο) το περιστατικό, κάτι που συμβαίνει, ειδικά κάτι ασυνήθιστο ή δυσάρεστο
    The incidence happened a few days ago.
    Το περιστατικό συνέβη πριν από λίγες ημέρες.
    I will tell you about just one of the many incidents from my tour.
    Θα σας διηγηθώ ένα μόνο από τα πολλά περιστατικά της περιοδείας μου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη occurrence
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το περιστατικό, ένα σοβαρό ή βίαιο γεγονός, όπως ένα έγκλημα, ένα ατύχημα ή μια επίθεση
    bombing incidents - βομβιστικά περιστατικά
    a deplorable incident - ένα θλιβερό περιστατικό

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
incident incidents

incident (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.